- Σκανδιναβός
- ο, θηλ. Σκανδιναβή, Νο κάτοικος τής Σκανδιναβίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σκανδιναβία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scandinavian < Scandinavia, αρχαία ονομασία της περιοχής αυτής. Η λ., στην παλαιότερη γρφ. Σκανδιναυοί, μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.